- πλατυνσις
- πλάτυνσις-εως (ᾰ) ἥ расширение
πλείονος γενέσθαι πλατύνσεως Arst. — увеличиться в объеме, расшириться
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλείονος γενέσθαι πλατύνσεως Arst. — увеличиться в объеме, расшириться
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της … Dictionary of Greek